ταυτίζομαι

ταυτίζομαι
ταυτίζομαι, ταυτίστηκα, ταυτισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • μεταμυθεύομαι — (Α) ταυτίζομαι μυθικά με κάποιον ή με κάτι («μεταμυθεύεσθαι εἰς τὸν ἄνεμον», σχόλ. στον Διον. Περιηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μυθεύω, ομαι «πλάθω μύθους, διηγούμαι μύθους»] …   Dictionary of Greek

  • ταυτίζω — ταὐτίζω ΝΜΑ, και ταυτίσω Α [ταὐτόν] καθιστώ κάτι εντελώς όμοιο με κάτι άλλο, εξομοιώνω νεοελλ. μέσ. ταυτίζομαι εξομοιώνομαι, είμαι ίδιος με κάποιον ή με κάτι άλλο («οι γνώμες μας ταυτίζονται») …   Dictionary of Greek

  • ταυτώ — όω, ΜΑ [ταυτόν] μέσ. ταὐτοῡμαι, όομαι ταυτίζομαι απολύτως με κάτι αρχ. καθιστώ κάτι ίδιο με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”